- ἀρτηρίαν
- ἀρτηρίᾱν , ἀρτηρίαwind-pipefem acc sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεχής — ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, ές, Α [συνέχω] 1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος… … Dictionary of Greek
ψυχροποτώ — έω, Α [ψυχροπότης] πίνω κρύο νερό («τὴν ἀρτηρίαν διαφθείρει ψυχροποτῶν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek